- σκοράρω
- σκοράρω, σκόραρα και σκοράρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σκοράρω — Ν [σκορ] σημειώνω βαθμούς, πόντους ή τέρματα σε αθλητική συνάντηση … Dictionary of Greek
σκοράρισμα — το, Ν [σκοράρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοράρω … Dictionary of Greek